κυψελώδης

κυψελώδης
-ες [κυψέλη]
αυτός που έχει μία ή περισσότερες κοιλότητες που μοιάζουν με κυψέλες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • κάχρυ — κάχρυ, τὸ (Α) 1. ο κυψελώδης καρπός τού δεντρολίβανου 2. το δεντρολίβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάχρυς*] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοκάρπασος — ὁ, Α κάχρυ*, κυψελώδης καρπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κάρπασος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”